- υδροπρίων
- (-όνος) ο гидравлическая пила
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδροπρίων — όνος, ο, Ν (λόγιος τ.) πριονιστήριο κινούμενο με υδραυλική ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + πρίων «πριόνι». Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο έντυπο Εφημερίς τῆς Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek
υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… … Dictionary of Greek